- κατεκώμασε
- κατακωμάζωburst riotously in uponaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακωμάζω — (Α) μτφ. (για τη δυστυχία) ορμώ με δύναμη, ενσκήπτω παράφορα («τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κωμάζω «ενσκήπτω, ορμώ με δύναμη»] … Dictionary of Greek